νεομάρτυρας

From LSJ

Ζήλου τὸν ἐσθλὸν ἄνδρα καὶ τὸν σώφρονα → Probi viri esto temperantisque aemulus → Dem Edlen eifre nach und dem Besonnenen

Menander, Monostichoi, 192

Greek Monolingual

ο και η (ΑΜ νεομάρτυς, Μ και νεομάρτυρας)
αυτός που μαρτύρησε υπέρ της χριστιανικής πίστης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + μάρτυς, -υρος].