νεομάρτυρας

From LSJ

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source

Greek Monolingual

ο και η (ΑΜ νεομάρτυς, Μ και νεομάρτυρας)
αυτός που μαρτύρησε υπέρ της χριστιανικής πίστης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + μάρτυς, -υρος].