νευστής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
νευστής, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) κολυμβητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νευσ- του νέω (Ι) «κολυμπώ» (πρβλ. αόρ. ἔ-νευ-σα) + επίθημα -της].