νεφελοδρόμος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

νεφελοδρόμος, -ον (Μ)
αυτός που βαδίζει πάνω από τα σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + δρόμος.