νεφρώνας

From LSJ

Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commodeGut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 78

Greek Monolingual

ο
(ανατ.-βιολ.) η μικρότερη πλήρης ανατομική και λειτουργική μονάδα του νεφρού, το βασικό στοιχείο του, η δομή, δηλαδή, που παράγει τα ούρα κατά τη διαδικασία απομάκρυνσης τών άχρηστων και περιττών ουσιών από το αίμα.