νεφρώνας

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source

Greek Monolingual

ο
(ανατ.-βιολ.) η μικρότερη πλήρης ανατομική και λειτουργική μονάδα του νεφρού, το βασικό στοιχείο του, η δομή, δηλαδή, που παράγει τα ούρα κατά τη διαδικασία απομάκρυνσης τών άχρηστων και περιττών ουσιών από το αίμα.