νοίκι

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

το
ενοίκιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοίκιον, ουδ. του επιθ. ἐνοίκιος, με σίγηση του αρκτικού -ε-].