νομιμοποίηση
From LSJ
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
Greek Monolingual
η
1. η περιβολή του τύπου της νομιμότητας σε παράνομη σχέση ή κατάσταση
2. νομική στήριξη μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].