νομιμοποίηση

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

η
1. η περιβολή του τύπου της νομιμότητας σε παράνομη σχέση ή κατάσταση
2. νομική στήριξη μιας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νομιμοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].