νοστιμιά

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378

Greek Monolingual

η νόστιμος
1. νοστιμάδα
2. συν. στον πληθ. οι νοστιμιές
νόστιμα, εύγευστα εδέσματα («μάς προσέφερε ένα σωρό νοστιμιές»).