νουμμουλίτης

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek Monolingual

ο
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος τρηματοφόρων που ανήκει στην οικογένεια nummulidae και που έζησε από το παλαιόκαινο ώς το ηώκαινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nummulite < νεολατ. Nummulites < λατ. nummulus, υποκορ. του nummus «νόμισμα»].