νουρά
From LSJ
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Greek Monolingual
η
ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από συμπροφορά του άρθρου με τη λ. στην αιτ. την ουρά (πρβλ. νοικοκύρης < τον οικοκύρη)].