νουρά

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

η
ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από συμπροφορά του άρθρου με τη λ. στην αιτ. την ουρά (πρβλ. νοικοκύρης < τον οικοκύρη)].