ντροπιάζω

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

ντροπή
1. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή, τον εκθέτω, τον προσβάλλω («του μίλησε με τρόπο που τον ντρόπιασε μπροστά στους φίλους του»)
2. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή εξαιτίας μου («με τα καμώματά σου ντροπιάζεις τους γονείς σου»)
3. κάνω κάποιον να αισθανθεί ντροπή για τις δικές του πράξεις
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ντροπιασμένος, -η, -ο
αυτός που έχει ντροπιαστεί, εξευτελισμένος.