νυκτίμαντις

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νυκτόμαντις, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α)
βλ. νυκτόμαντις.

German (Pape)

ὁ, = νυκτόμαντις, Hesych.