νυκτίμαντις
From LSJ
Ἡ πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint
Greek (Liddell-Scott)
νυκτίμαντις: -εως, ὁ, ἡ, = νυκτόμαντις, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
νυκτίμαντις, ό, ἡ (Α)
βλ. νυκτόμαντις.
German (Pape)
ὁ, = νυκτόμαντις, Hesych.