νυκτικός

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ιά (Μ νυκτικός, -ή, -όν)
βλ. νυχτικός.