νυχτικός

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

και νυκτικός -ή, -ό, θηλ. και -ιά (Μ νυκτικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νύχτα ή συμβαίνει ή χρησιμοποιείται κατά τη νύχτα
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η νυχτικιά, το νυχτικό
ένδυμα, μακρύ συνήθως, που φοριέται τη νύχτα κατά τον ύπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα / νύκτα + κατάλ. -ικός].