νυκτικός

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ. και -ιά (Μ νυκτικός, -ή, -όν)
βλ. νυχτικός.