νυκτοσκόπος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
νυκτοσκόπος, ὁ (Μ)
νυχτερινός σκοπός, νυκτοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. ονειροσκόπος].