νυκτοσκόπος
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
Greek Monolingual
νυκτοσκόπος, ὁ (Μ)
νυχτερινός σκοπός, νυκτοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -σκόπος (< σκοπός), πρβλ. ονειροσκόπος].