νυκτόναρ

From LSJ

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source

Greek (Liddell-Scott)

νυκτόναρ: τό, ὄναρ τῆς νυκτός, Θ. Στουδ. 602C.

Greek Monolingual

νυκτόναρ, τὸ (Μ)
όνειρο της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ὄναρ.