νυφαδιακός

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, θηλ και -ιά
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νυφική πομπή
2. (για ενέργεια) άτονος, όχι σθεναρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. νυφάδες + κατάλ. -ιακος (πρβλ. ζοχαδιακός)].