νυχτιάζω

From LSJ

Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt

Menander, Monostichoi, 383

Greek Monolingual

και νυκτιάζωνυχτιάζω και νυκτιάζω) νύχτα
1. (ως τριτοπρόσ.) νυχτιάζει
πέφτει η νύχτα, νυχτώνει
2. (το μέσ.) νυχτιάζομαι
μέ βρίσκει η νύχτα.