νωτοφύλαξ

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source

Greek (Liddell-Scott)

νωτοφύλαξ: -ακος, ὁ, = ὀπισθοφύλαξ, ἔμειναν δὲ τῇ παρασκευῇ νωτοφύλακες καβαλλάριοι Χρον. Πασχάλ. 725. 16.

Greek Monolingual

νωτοφύλαξ, -ακος, ὁ (Μ)
αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή, αυτός που φυλάει τα νώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + φύλαξ.