νόμιμον
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
English (Woodhouse)
(see also: νόμιμος) custom, habit, ordinance, customary usage
Russian (Dvoretsky)
νόμιμον: τό (преимущ. pl.) обычай, установление, закон (τὰ νόμιμα πρός или περί τινα Xen.).