ξάνησις

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

German (Pape)

[Seite 274] ἡ, das Erstarren der Hände vom Wollekrempeln, Poll. 7, 30.

Greek (Liddell-Scott)

ξάνησις: ἡ, κόπωσις τῶν χειρῶν ἐκ τῆς ἐριουργίας, Πολυδ. Ζ΄, 30.

Greek Monolingual

ξάνησις, ἡ (Α) ξανώ
κούραση τών χεριών από την εριουργία, από το γνέσιμο.