πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen
ξανῶ, -άω (Α)1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν- του ξαίνω + κατάλ. -άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)].