ξανώ

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

ξανῶ, -άω (Α)
1. καταπονούμαι ξαίνοντας μαλλιά
2. (γενικά) δουλεύω σκληρά, κουράζομαι, καταπονούμαι, κοπιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξαν- του ξαίνω + κατάλ. -άω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ὑφαίνω: ὑφανάω)].