ξέση

From LSJ

Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns

Menander, Monostichoi, 474

Greek Monolingual

η (Α ξέσις)
ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α].