Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
η (Α ξέσις)ξύσιμο, σκάλισμα, λείανση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ρ. ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α].