ξανά

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source

Greek Monolingual

(Μ ἄξανα και ξάνα)
επίρρ. πάλι, εκ νέου
νεοελλ.
φρ. «ξανά και ξανά» — επανειλημμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, ξεκινώντας από ρήματα συνθ. με τις προθέσεις ἐξ + ἀνά (πρβλ. ἐξ-ανα-στρέφω > ξανα-στρέφω, ἐξ-ανα-ζώ > ξανα-ζώ), με σίγηση του αρκτ. ε-. Το επίρρ. ξανά εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε πάρα πολλά ρήματα και ονόματα της Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής προσδίδοντας στο β' συνθετικό τη σημ. της επανάληψης (πρβλ. ξανα-λέω, ξανα-βλέπω, ξανάρχομαι, ξανα-νιώνω κ.λπ.)].