ξαναπολεμώ

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source

Greek Monolingual

-άω (Μ ξαναπολεμῶ και ἀξαναπολομῶ, -έω)
πολεμώ ξανά, μπαίνω πάλι στη μάχη
μσν.
ειδοποιώ ξανά.