ξεκληρίζω

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

και ξακληρίζω
1. εξοντώνω τη γενιά, τους απογόνους κάποιου («τους ξεκλήρισε το χτικιό»)
2. χάνω τους απογόνους μου, αφανίζομαι εξ' ολοκλήρου («αυτό το σπίτι ξεκληρίστηκε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκκληρίζω < ἔκκληρος «αυτός που δεν πήρε κληρονομιά» ή απευθείας < στερ. ξ(ε)- + κλήρος].