ξενοπαγής

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

ξενοπαγής, -ές (Α)
αυτός που έχει συντεθεί από ξένες ουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι, πρβλ. παθ. αόρ. β' -πάγ-ην), πρβλ: νεο-παγής, χαλκο-παγής].