ξενόθηλυς

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενόθηλυς: ἡ, ἡ θαυμασία γυνή, ἐπίθ. τῆς Παρθένου Μαρίας, Ἀνωνύμου Ὕμν. εἰς τὴν Παρθένον 15.

Greek Monolingual

ξενόθηλυς, -εως, ἡ (Α)
(για την Παρθένο Μαρία) γυναίκα έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, γυναίκα του θαύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + θήλυς].