ξεροκόμματο

From LSJ

Θέλων καλῶς ζῆν μὴ τὰ τῶν φαύλων φρόνει → Victurus bene, ne mentem pravorum geras → Wenn gut du leben willst, zeig nicht der Schlechten Sinn

Menander, Monostichoi, 232

Greek Monolingual

το
1. κομμάτι ξερού ψωμιού
2. στον πληθ. τα ξεροκόμματα
τα περισσεύματα του τραπεζιού, τα υπολείμματα του γεύματος
3. μτφ. μη ικανοποιητική αμοιβή εργασίας, χαμηλό ημερομίσθιο («δουλεύει για ένα ξεροκόμματο»).