ξεσκουφώνω
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα της κεφαλής κάποιου
2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι
βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + σκούφος].