Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεσκουφώνω

From LSJ

Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep

Gnomologium Vaticanum, 446

Greek Monolingual

1. αφαιρώ τον σκούφο, το καπέλο, το κάλυμμα της κεφαλής κάποιου
2. (συν. το μέσ.) ξεσκουφώνομαι
βγάζω τον σκούφο μου, το καπέλο μου, αποκαλύπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε)- + σκούφος].