ξηροφορώ

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

ξηροφορῶ, -έω (Μ)
1. μιλώ με ανιαρό, βαρετό τρόπο
2. (κατά δ. ερμ.) φέρω ξηρά φρούτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φορῶ (< -φόρος < φέρω)].