ξηρόκηπος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
Greek (Liddell-Scott)
ξηρόκηπος: ὁ, = τῷ προηγ., Μαρτύριον τῶν κ΄ πατέρων 44.
Greek Monolingual
ξηρόκηπος, ὁ (Μ)
το ξηροκήπιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κῆπος.