ξιφοφόρος
From LSJ
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που φέρει ξίφος, που είναι οπλισμένος με ξίφος, ξιφηφόρος
2. ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων τών θαλασσών της Αμερικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -φόρος (< φέρω). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. xiphophorus (< ξίφος + -φόρος)].
German (Pape)
= ξιφηφόρος, Sp.