ξυλήριον

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

German (Pape)

[Seite 281] τό, = ξυλάριον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλήριον: τό, = ξυλάριον, Φιλήμ. Λεξικ. Τεχνολ. § 116, ἴδε ξυλάριον.

Greek Monolingual

ξυλήριον, τὸ (Α)
βλ. ξυλάριο.