ξυλαποθήκη

From LSJ

Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger

Menander, Monostichoi, 289

Greek Monolingual

η
αποθήκη ξυλείας ή αποθήκη καυσόξυλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].