ξυλαποθήκη

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

η
αποθήκη ξυλείας ή αποθήκη καυσόξυλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στους Ελληνικούς Κώδικες].