ξυλογραφία

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

η
1. η τέχνη της χάραξης πάνω σε επίπεδες ξύλινες επιφάνειες παραστάσεων σε ξύλο για εκτύπωση
2. έκτυπο ή εικόνα που χαράχθηκε σε ξύλο, ξυλογράφημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. xylographie (< ξύλο + -γραφία). Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].