ξυλοθήκη

English (LSJ)

ἡ, wood-house, Moschioap. Ath.5.208a.

German (Pape)

[Seite 281] ἡ, Holzbehältniß, Holzstall, Ath. V, 208 a.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοθήκη: ἡ, ἀποθήκη ξύλων, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 208Α.

Greek Monolingual

ξυλοθήκη, ἡ (Α), αποθήκη ξύλων.