ξυλοκοπανίζω

From LSJ

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source

Greek Monolingual

1. πλένω τα ρούχα χτυπώντας τα με κόπανο, προκειμένου να καθαρίσουν
2. δέρνω κάποιον ανηλεώς, ξυλοκοπώ.