ξυλοχρωστικός

From LSJ

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
(για ουσίες ή αντιδραστήρια) αυτός που χρωματίζει το ξύλο.