ξυλόγλυπτος
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
-η, -ο (Μ ξυλόγλυπτος, -ον)
σκαλισμένος πάνω σε ξύλο («ξυλόγλυπτο τέμπλο»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ξυλόγλυπτο
έργο σκαλισμένο σε ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + γλυπτός.