ξυλόκαστρον

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30

Greek (Liddell-Scott)

ξυλόκαστρον: τό, ξύλινον κάστρον περὶ τὸ μέσον που τοῦ καταρτίου πολεμικοῦ δρόμωνος, Λέοντ. Τακτ. 19, 7.