ξυνωνός

From LSJ

Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott

Menander, Monostichoi, 242
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῡνωνός Medium diacritics: ξυνωνός Low diacritics: ξυνωνός Capitals: ΞΥΝΩΝΟΣ
Transliteration A: xynōnós Transliteration B: xynōnos Transliteration C: ksynonos Beta Code: cunwno/s

English (LSJ)

ὁ, = κοινωνός, Theognost. Can.68.

Greek (Liddell-Scott)

ξῡνωνός: ὁ, = κοινωνός, Συνεσ. Ὕμν. 4. 265, Θεογνώστου Κανόν. 68.

Greek Monolingual

ξυνωνός, ὁ (ΑΜ)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνών. Οι τ. ξυνών, ξυνωνός, ξυνωνία είναι ισοδύναμοι σημασιολογικά με τους κοινών, κοινωνός, κοινωνία.