ξόος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

German (Pape)

[Seite 280] ὁ, = ξέσις, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ξόος: ὁ, = ξυσμός, Ἡσύχ., ἀλλ’ ἐν τῷ κειμένῳ: «ξοός· ξυσμός· ὁλκός».