φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
ὀδοντιῶ, -άω (ΑΜ)υποφέρω από πόνους της οδοντοφυΐας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. -ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λαρυγγιώ)].