οδοντιώ

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source

Greek Monolingual

ὀδοντιῶ, -άω (ΑΜ)
υποφέρω από πόνους της οδοντοφυΐας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + κατάλ. -ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθένειας (πρβλ. λαρυγγιώ)].