οδοντογραφία

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161

Greek Monolingual

η
περιγραφή τών δοντιών που γίνεται σύμφωνα με επιστημονικά δεδομένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. odontography < ὀδούς, ὀδόντος + -γραφιά (< -γράφος < γράφω)].