πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
οἰκοφόρος, -ον (Α)(για τους Σκύθες) αυτός που μεταφέρει μαζί του το σπίτι του.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -φόρος].