οιστροφόρητος
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
Greek Monolingual
οἰστροφόρητος, -ον (Μ)
αυτός που έχει καταληφθεί από οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -φορητός, μέσω ενός αμάρτυρου οἰστροφορῶ (πρβλ. θεοφόρητος, μοιρο-φόρητος)].